πορφυροβάφος

πορφυροβάφος
πορφῠρο-βάφος [pron. full] [ᾰ], ,
A dyer of purple, Inscr. Delos 400.7 (ii B.C.), IGRom.4.816 (Hierapolis, πορφυραβ-), Ath.13.604b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πορφυροβάφος — dyer of purple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυροβάφος — ὁ, Α τεχνίτης τής βαφής πορφυρών υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. υδρο βάφος] …   Dictionary of Greek

  • πορφυροβάφοι — πορφυροβάφος dyer of purple masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυροβάφου — πορφυροβάφος dyer of purple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυροβάφους — πορφυροβάφος dyer of purple masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυροβαφία — ἡ, Α [πορφυροβάφος] η βαφή πορφυρών ενδυμάτων …   Dictionary of Greek

  • πορφυροβαφείον — τὸ, Α [πορφυροβάφος] εργαστήριο βαφής πορφυρών υφασμάτων …   Dictionary of Greek

  • πορφυροβαφικός — ή, όν, Μ [πορφυροβάφος] το θηλ. ως ουσ. ἡ πορφυροβαφική η πορφυροβαπτική* …   Dictionary of Greek

  • πορφυροβαφώ — έω, ΜΑ [πορφυροβάφος] βάφω υφάσματα, με πορφύρα …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • συμπορφυροβαφώ — έω, Μ βάφω κάτι με το χρώμα τής πορφύρας μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πορφυροβαφῶ (< πορφυρόβαφος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”